- πολυκοσμία
- η, Νσυγκέντρωση πολλών ανθρώπων, κοσμοσυρροή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κόσμος + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυκοσμία — η συγκέντρωση ή παρουσία μεγάλου πλήθους ανθρώπων, κοσμοσυρροή: Χαρακτηριστικό των μεγάλων πόλεων είναι η πολυκοσμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυανθρωπία — η, ΝΑ [πολυάνθρωπος] η ύπαρξη μεγάλου πλήθους ανθρώπων, πολυκοσμία … Dictionary of Greek